πυκινῆς

πυκινῆς
πυκινός
fem gen sg (attic epic ionic)
πυκνός
close
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυκινῇς — πυκινός fem dat pl (epic) πυκνός close fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”